Η τσιγγάνα


 

John Phillip RA, Prayer.jpg

       Ήτανε σήμερα το πρωί, σαν την απάντησα στο δρόμο. Περπάταγα στο πεζοδρόμιο, καθώς είδα την φιγούρα της από πίσω, έχοντας την μπροστά   μου, να προηγείται στο πεζοδρόμιο.

    Μια παχουλή φιγούρα γυναίκας με τα μαλλιά πιασμένα στο μαντήλι, τα ρούχα τα μακρυά με τα έντονα χρώματα. Κουρασμένο βήμα.

        Αντίκρυ μας, η εκκλησία της Παναγιάς και ο δρόμος άδειος.

      Kαι ήταν εκείνη που σταμάτησε, κοίταξε προς την Εκκλησιά, έκλινε το γόνυ και άρχισε να σταυροκοπιέται.

          Ήταν αυτός ο τρόπος που’ κανε τον σταυρό της, που μου τράβηξε την προσοχή.

         Ξέμεινα να την βλέπω. Ω! σκέφθηκα, δεν κάνει απλά τον σταυρό της, αυτή η γυναίκα ,προσεύχεται από ψυχής.

        Και ήταν αυτή η σκέψη, αυτή η αίσθηση πως η άγνωστή μου γυναίκα σήκωνε σταυρό μεγάλο, που μ’ έκανε να πω, προσπερνώντάς την.

          – Βοήθειά Σας νάναι!

          Κοντογύρισε εκείνη  και με κοίταξε. Ματιά αχνή, σα ναρχόταν από μακρυά

           -Σας ευχαριστώ, μούπε

          Σώπασε, καθώς είπα να προχωρήσω.

         -Σας ξερω, μου λέει. Πριν χρόνια  Δεν με θυμάστε;

         Αόριστα οικεία η όψη της. Δεν μπορούσα να θυμηθώ

         Αλλά, μου είπε πράγματα. Σα να γνώριζε για μένα

         Και έμεινα ν’ακούσω

         Και μου μίλησε, εκεί στην άκρη του δρόμου

        Μάνα με τέσσαρα παιδιά της αγκαλιάς, μόνη και ο άντρας της φευγάτος με την μάνα της.

        Εμεινα άναυδη.

         -Σου’ λαχε τέτοιο πράγμα, κυρά; Είπα και σιώπησα.

     Γλυκύ και αποσταμένο το χαμόγελό της και η κούραση από τον πολύ πόνο, μια απλωσιά στη όψη και στην λαλιά.

      Τσάκισα την γλώσσα μου. Σαν τι να’ λεγα πιότερο; Όπου και ν’άγγιζα, μαχαίρι θάτανε για κείνη.

      Η πληγή έχασκε νωπή.

     Φαίνεται, τόνοιωσε και μούπε:

    – Εχουν περάσει 5 χρόνια από τότε. Στην αρχή…ζαλίστηκα…τώρα, είμαι καλά.

      Με κοίταζε

     Μαζεμένα φύλλα, η αξιοπρέπεια

     -Δεν φταίς συ,  της είπα ήσυχα, για τις πράξεις εκεινώνε.

     -Ο πατέρας μου με κατηγορεί, μούπε σιγανά, που του πήρε ο άντρας μου, την μάνα μου

      Εμεινα σιωπηλή ψάχνοντας να βρώ λέξεις.

      Στ’ αλήθεια, είναι στιγμές που οι λέξεις δεν υπάρχουνε και όσες είναι, είναι φτωχές και παράταιρες.

      Και η στιγμή πέρασε.

  image009

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Η τσιγγάνα

  1. Τέτοιες ώρες δεν ξέρεις τι να πεις…ίσως και να μην χρειάζεται να πεις όμως κάτι…
    Μερικές φορές τα λόγια δεν μπορούν να καλύψουν τις πράξεις.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.