Στά πάνω νερά


  Μιλούσες για πράγματα που δεν τα' βλεπαν κι αυτοί γελούσαν. Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό πάνω νερά· να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο στα τυφλά, πεισματάρης και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα σαν το πολύροζο λιόδεντρο— άφησε κι ας γελούν. Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος στη σημερινή πνιγερή μοναξιά στ' αφανισμένο … Συνέχεια ανάγνωσης Στά πάνω νερά