Πέρα απ’ του κόσμου την βουή..


m

      Αθήνα, του κάποτε.. Βράδυ Άνοιξης, ήταν θυμάμαι. Το διαμέρισμα  στην Κυψέλη. Το δωμάτιο μέσα, που με υποδέχτηκαν, γιομάτο καπνούς, οι γόπες από τα αποτσίγαρα να ξεχειλίζουν απ’ τα τασάκια, τα μάτια μου  θολώσανε από τα δάκρυα.Δεν κάπνιζα τότε.. Γύρω μου μηχανήματα, σκόρπια εξαρτήματα στο δάπεδο.. κι ανάκατα μ’ όλα αυτά  ένα μάτσο νεαροί άντρες, γενειοφόροι μακρυμάλληδες όλοι τους,  δισταχτικά ευγενικοί απέναντί μου. Μου πρόσφεραν μια καρέκλα, αφού την άδειασαν από τα βιβλία που ήταν στοίβα πάνω της.. Μου πρόσφεραν καφέ..Ήμουν η νιόφερτη. Θάμουν, δεν Θάμουν στα δεκαοχτώ.

      Είναι περίεργο πως καμμιά φορά οι απόμακροι τόποι συναντιώνται.. Μια τέτοια συνάντηση ήταν για μένα εκείνη. Και εγώ, για κείνους, θαρρώ.

      ‘Αγνωστο είδος, ο κάθε τόπος..Η ευγένεια, τρόπος προσέγγισης, κάλυμμα στην περιέργεια.. Να ανιχνεύεις ενα κοινό ανοιχτό στους τόπους..Κι η γλώσσα αλλιώτικη..Να βρεθεί ο λόγος ο κοινός για τους τόπους.. οι λέξεις εκείνες.. Με πόση προσοχή περίσσεια, αλήθεια, εκφέρονταν οι λέξεις! Τόση, σα να βαδίζεις σε ναρκοπέδιο..

      Η σιωπή, αναμεσίς των λέξεων,  είχε μέσα της σπίθα από κρυφή ένταση..Την ένοιωθα να πλανιέται στον μουντοκαπνισμένο αέρα του δωμάτιου.. Κάτι σαν ηλεκτρισμός..Και όλο και πλάταιναν οι στιγμές της

      Κοίταξα τότε, θυμάμαι, ενα μηχάνημα πιο κεί δίπλα στα πόδια μου. Περίεργο πράγμα. Και τους ρώτησα γιαυτό να μου πουν τι είναι. Ισως, ήταν αυτός, ενα καλός τρόπος εκφόρτισης, σκέφθηκα..

     Η απάντησή τους, με ξάφνιασε

     Ενα ραδιόφωνο, ήταν, μου είπαν. Το φτειαχνε ο ένας από αυτούς…Τάσος, τ’ όνομά του

     – Να, μόλις το τελείωσα, μου είπε..

      – Δουλεύει,λοιπόν, τον ρώτησα;

    Είπε, δεν το είχε δοκιμάσει ακόμη..Έτσι, έσκυψε ανακούρκουδα στο πάτωμα κι άρχισε κάτι να μαστορεύει στο μηχάνημα. Οι υπόλοιποι πιάστηκαν σε μια κουβέντα πάνω σε αυτό.

     Ο τόπος τους σαν να ζωντάνεψε, οι σιωπές μίκρυναν κι αλάφρωσαν

     Κι οι στιγμές κύλαγαν..

     Τότε, ήταν που από κείνο το μηχάνημα το άμορφο, άρχισε να ακούγεται κάτι..

     -Δουλεύει, φώναξα ενθουσιασμένη ! Κι εκείνοι αρχισαν να μιλαν’ όλοι μαζί..

     Ο ήχος από μια κιθάρα έβγαινε καθάριος από το άμορφο.Κι έπειτα μια φωνή.  Ενα τραγούδι..

     – Τι τραγούδι είναι αυτό;

    Αργοσιώπησαν εκείνοι να ακούσω εγώ.. Και γινήκαμε μετά, σαν αποτέλειωσε, ένας τόπος..

    Ω! Η μουσική είναι το πιό όμορφο ανοιχτό στους απόμακρους τόπους, τελικά!

blu

    Ναι, τότε ήταν που πρωτάκουσα τον Διονύση τον Σαββόπουλο, να τραγουδάει. Για την Αννα που είδε κάποτε

   Κι ήταν τότε σαν τ’ακουγα,  ο χρόνος που σταμάτησε να κυλάει κι οι φωνές και κουβέντες τους σαν που πνίγηκαν από τους ήχους τους μαγικούς ..

   Κι ηταν, οι στίχοι του τραγουδιού, σαν να με στοίχειωσαν από τότε.. Για τον λυγμό που’ χουν μέσα τους και γίνηκε και δικός μου..Ισως, κι ήταν από τα πριν εντός μου..δεν ξέρω να πω.

Την παιδική μου φίλη
την είδα ξαφνικά
να στέκει
και να με κοιτά.

Αγάλματα κομμάτια
στα μάτια της τα δυο
βομβαρδισμένες πόλεις
ναυάγια στο βυθό.
Ζεστό το μεσημέρι
το στόρι χαμηλό
κι η σκάλα
στο φωταγωγό.

Σβήνουν τα βήματα στη σκάλα
κανείς – θα πλανηθούμε μοναχοί
θάλασσες πόλεις έρημοι σταθμοί.
Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή
τι να καταλάβουμε οι φτωχοί.

Για πες μου μήπως ξέρεις
γι’ αυτήν που σου μιλώ
Άννα
τ’ όνομά της το μικρό.

Τη βλέπω κατεβαίνει
στέκεται στο σκαλί
και χάνεται για πάντα
στου κόσμου τη βουή.

blu

           Κι είναι που τ’άκουσα το τραγούδι και πάλι σήμερα..Βουτιά έκανε ο χρόνος και πάλι μέσα του .. Κι ο λυγμός είναι ακόμη εκεί.. μοναχά πιό βαθύς ..

Βεατρίκη Α

Dmitry Shirkov

6 σκέψεις σχετικά με το “Πέρα απ’ του κόσμου την βουή..

  1. Χριστός Ανέστη φίλη Βεατρίκη.Αχ! Και να γνώριζες πόσο με συγκίνησε το αφιέρωμα σου στην δική σου ανάμνηση.Ήταν και η φωνή του Σαββόπουλου που με έκανε κομμάτι της τότε παρέας σας!!!Σε ευχαριστώ φίλη.Να είσαι πάντα φωτεινή, χαρούμενη, δημιουργική.Άννα

    Μου αρέσει!

  2. Χ.Α.ειναι πολυ ομορφο να προσεγγιζεις. Η διαδικασια της αβεβαιοτητας ειναι εκπληκτικη. το αποτελεσμα εχει σημασια, ομως εκεινη τη στιγμη η ενταση υπερισχυει αυτης.Καλησπερα στην πρωην ομορφη Αθηνα :[

    Μου αρέσει!

  3. Καπου κοντα ηταν τα βηματα μας, τα ιδια χρονια, στις ιδιες γειτονειες, πισω απ την ΑΣΟΕΕ, γραμμη Βικτωρια Πειραια και ο Σαββοπουλος να ξυριζει τις ακρες των ονειρων μας. Απ τις δικες μου αναμνησεις με πολυ αγαπη.Η Άννα καθρεφτίζεται στις βιτρίνες τα βράδια που το άστυ μας παγιδεύει από παντού και μας εκσφενδονίζει στις λεωφόρους του, σαν ήχους. Τεμάχια πολέμου, άνισου και ανισόρροπου, έξω από αίθουσες τέχνης, ακόμη οι γροθιές είναι σφιγμένες στο βάθος της τσέπης και κλαίμε παρέα (στις ταράτσες να φαίνεται ορίζοντας), για τα χρόνια που τα χάνουμε χωρίς να πάρουμε πρέφα. Κολλάμε μια μια τις ιδέες μας στους τοίχους της πόλης, οι δρόμοι είναι στρωμένοι χαμένες ταυτότητες. Και τα βράδια βυζαίνουμε το δάχτυλο και αποξεχνιόμαστε να περπατάμε ανάμεσα στις αδιάφορες μνήμες, μήπως και βρούμε το Θεϊκό κάτι, να τελειώσουμε πια. Τέλος ! Τι θα πει τέλος; Δεν υπάρχει τέλος, μόνο αρχές υπάρχουν, που μας τραβάν απ το μανίκι τις ηλιόφωτες μέρες, και τότε αγαπάμε το άστυ και η Άννα φοράει μεγάλα καπέλα και κορδέλες και λουλούδια. . .

    Μου αρέσει!

  4. Ποσο ομορφα περιγραφεις αναδρομες ζωης και συναισθηματα!Το τραγουδι πραγματι απο τα ωραιοτερα…η εικονα απλα τελεια!καληνυχτα χαρα μου..

    Μου αρέσει!

Αφήστε απάντηση στον/στην Annyra Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.